Η Σοφία Βέμπο γεννήθηκε στην
Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης το 1910.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Έφη Μπέμπο, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή
βρέθηκε στην Τσαριτσάνη, όπου ο πατέρας της δούλευε ως καπνεργάτης, και κατόπιν
στο Βόλο. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της
πορεία σε ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του ’30. Το χειμώνα του
1933 προσελήφθη από το θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο θέατρο
“Κεντρικόν” προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση “Παπαγάλος 1933″. Άρχισε
να ηχογραφεί στη δισκογραφική εταιρεία “Κολούμπια” ερωτικά τραγούδια της εποχής
και γρήγορα καταξιώθηκε λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της. Συμμετέχει επίσης
σε ελληνικές ταινίες όπως η “Προσφυγοπούλα” το 1938. Η έκρηξη στην καριέρα της ήρθε με την κήρυξη
του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου,
όλα τα μουσικά θέατρα της Αθήνας και αργότερα πολλά απ’ τα θέατρα και της
πρόζας ανεβάζουν πολεμικές επιθεωρήσεις. Το ελληνικό θέατρο επιστρατεύτηκε στην
υπηρεσία της μαχόμενης πατρίδας. Οι πρώτες παρωδίες ξεκινάνε από τις σκηνές των
θεάτρων, τραγουδημένες από τα πρώτα ονόματα καλλιτεχνών εκείνης της εποχής.
Στον αγώνα μπαίνουν και θίασοι πρόζας, όπως της μεγάλης Μαρίκας Κοτοπούλη και
του Κώστα Μουσούρη, ανεβάζοντας πολεμικές σάτιρες. Τότε όλες οι επιθεωρήσεις
προσαρμόζουν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια
επανεγράφονται με πατριωτικούς στίχους. Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά
τραγούδια και η φωνή της γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες
στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο. Στο θέατρο «Μοντιάλ», που παίζει την
«Πολεμική Επιθεώρηση», η Σοφία Βέμπο τραγουδά τις πολεμικές παρωδίες «Στον
πόλεμο βγαίν’ ο Ιταλός» και «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Η φωνή της γεμάτη
παλμό και ειρωνεία συγκλονίζει το πανελλήνιο και ξευτελίζει τον «φοβερό»
Μουσολίνι. Ο τρανός Douche της φασιστικής Ιταλίας, με τα οκτώ εκατομμύρια λόγχες, γίνεται με το
τραγούδι της Βέμπο ένα γελοίο ανδρείκελο στα μάτια των Ελλήνων. Κι εδώ έγκειται
η προσφορά της στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Η σάτυρα λοιπόν στάθηκε το πρώτο μεγάλο όπλο του Έλληνα κατά της
φασιστικής Ιταλίας. Τα τραγούδια γραμμοφωνούνται αμέσως και φτάνουν σε κάθε
γωνιά της Ελλάδας. Στέλνονται σ’ όλες τις στρατιωτικές μονάδες και οι
ραδιοφωνικοί σταθμοί τα μεταδίδουν συνεχώς. Οι Έλληνες φαντάροι μάχονται
τραγουδώντας. Την ίδια εποχή σε μία συμβολική πράξη προσφέρει στο Ελληνικό
Ναυτικό 2000 χρυσές λίρες. Αργότερα, η
γερμανική κατοχή απαγορεύει στη Βέμπο, εξ’ αιτίας της καλλιτεχνικής πατριωτικής
της δραστηριότητας, να τραγουδάει. Κι έτσι καταφεύγει στη Μέση Ανατολή, για να
συνεχίσει εκεί την καριέρα και τη δράση της. Με το τέλος του πολέμου, η Βέμπο,
ξαναγυρίζει στην Αθήνα και τραγουδώντας ασταμάτητα χαρίζει αξέχαστες στιγμές
στο ελληνικό τραγούδι. Ήταν κορυφαία
Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται
από το Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50.
Χαρακτηρίστηκε “Τραγουδίστρια της Νίκης” εξ αιτίας των εθνικών τραγουδιών που
ερμήνευσε κατά τη διάρκεια του Ελληνο-ιταλικού πολέμου του 1940.
Το 1949 απόκτησε δική της
θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο ,το “Θέατρον Βέμπο“. Μετά από μακροχρόνιο δεσμό
με το Μίμη Τραϊφόρο παντρεύτηκαν τελικά το 1957, ένας δεσμός πολυκύμαντος που
διήρκεσε μέχρι το θάνατό της και υπήρξε καταλυτικός για την μεγάλη ερμηνεύτρια.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της, τις
οποίες σταματά οριστικά στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Τελικά πεθαίνει στις
11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατρέπεται σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο.
Η “Τραγουδίστρια της Νίκης” αποθεώνεται εκείνη τη μέρα από τον ελληνικό λαό που
τη θεωρούσε ηρωίδα του. Από την πατρίδα τιμήθηκε με πλήθος παράσημα και διακρίσεις για την
συμβολή της.
ΤΙ ΕΙΠΕ
«Τα πολεμικά μου τραγούδια δεν είναι κοινά, καθημερινά τραγούδια. Είναι
κραυγές λευτεριάς, σπίθες υπερηφάνειας. Δεν τραγουδάω εγώ σ’ αυτά, τραγουδάει η
ψυχή της Πατρίδας, η ψυχή της ράτσας, η ψυχή του αδούλωτου λαού μας. Είναι
τραγούδια που η δόξα τούς έχει βάλει μουσική σε στίχους, που τους έχει γράψει η
λεβεντιά η Ελληνική. Με τα τραγούδια μου αυτά, θαρρώ πως αφήνω στις καινούργιες
γενιές μια κληρονομιά Ελληνικού θάρρους, Ελληνικής λεβεντιάς και Ελληνικής
…αποκοτιάς» -1974
«Μα σ’ εκείνο τον πόλεμο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια
τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου, που καλή ή
κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή. Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το
ελαφρό τραγούδι, ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε
Βέμπο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.