Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε με­γάλη ἡμέ­ρα. Ἑορτάζεται ὄχι μόνο στὸ ἐσωτερικὸ ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε κοινότητα τοῦ ἐξωτερικοῦ. Εἶνε διπλῆ ἑορτή, θρησκευτικὴ καὶ ἐθνική.
Ἂς δοῦμε πρῶτα τὸ ἱστορικὸ τῆς θρησκευ­τικῆς ἑορτῆς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ βάθρο καὶ τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς.

* * *

Εἶνε γνωστό, ὅτι ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος διαιρεῖται σὲ δύο περιόδους, στὴν πρὸ Χριστοῦ καὶ στὴ μετὰ Χριστόν. Ἡ πρὸ Χριστοῦ ἀνθρωπότης ―παρ᾿ ὅλα τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος― θρησκευτι­κῶς κα­τέρρεε. ῎Εν­νοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ δὲν ὑπῆρ­χε. Εἰ­δω­λολατρία ἦταν ἡ ἐπίσημος θρησκεία τῶν λαῶν. Λάτρευαν τὸν ἥλιο, τὴ σε­λήνη, τὰ ἄ­στρα, τοὺς κομῆτες, τὸ πῦρ, τὰ δέν­τρα, τοὺς ποταμούς, ἀλλὰ καὶ τὰ πλέον ἀσή­μαντα πρά­γματα· λάτρευαν ἀκόμα καὶ τὰ φίδια καὶ τοὺς σκορπιοὺς καὶ τὶς γάτες! Ἔγιναν ἀνα­σκαφὲς στὴν Κάτω Αἴγυπτο κ’ ἐκεῖ ἀνεκάλυψαν ἕνα νεκροταφεῖο, στὸ ὁποῖο βρέθηκαν, μέσα σὲ χρυσᾶ παρακαλῶ φέρετρα, σκελετοὶ ἀπὸ γάτες ποὺ λάτρευαν! Παντοῦ εἴδωλα.
Κατέρρεε ἀκόμα ἡ ἀνθρωπότης ἠθικῶς. Μέχρι σημείου, ὥστε ἡ πορνεία νὰ τε­λῆται δη­μοσίως ὑπὸ μορφὴν λατρείας τῆς ᾿Αφροδί­της, τῆς αἰσχρᾶς εἰδωλικῆς θεότητος.
Κατέρρεε τέλος καὶ κοινωνι­κῶς. Τὰ δύο τρί­τα τοῦ Κλεινοῦ Ἄστεως ἦταν δοῦλοι καὶ μόνο τὸ ἓν τρίτον ἦταν ἐλεύθεροι. Καὶ οἱ δοῦ­λοι δὲν εἶχαν κανένα δικαίωμα· τοὺς μετεχειρίζοντο χειρότερα ἀπὸ τὰ ζῷα.
Κατέρρεε ἡ ἀνθρωπότης! ῞Οπως γράφουν οἱ ἱστορικοί, ἦταν στὸ χεῖλος τῆς καταστροφῆς.
῎Επρεπε νὰ σωθῇ. Πῶς νὰ σωθῇ; ῾Ο Θεός, ὁ πάνσοφος καὶ παντοδύναμος καὶ πανάγαθος, ποὺ δημιούργησε ἐκ τοῦ μηδενὸς τὸν ὡ­ραῖο κόσμο καὶ ἔπλασε ἀπὸ χῶμα τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα (αὐτοῦ) καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26), ὁ Θεὸς εἶχε τὸ σχέδιό του ἀπὸ καταβολῆς κό­σμου. Σχέδιο σοφὸ γιὰ τὴν σωτη­ρία τοῦ ἀνθρώπου. Σχέδιο ποὺ ἐπραγματοποιεῖ­το σταδιακῶς, γιὰ νὰ φθάσῃ ἡ ἀνθρωπότης προοδευτικῶς στὴν ἡμέρα τῆς λυτρώσεως.
Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τοῦ ἀρχαίου κό­σμου φωτεινὰ πνεύματα, θεόπνευστοι προ­φῆται καὶ ἄλλοι μεγάλοι ἄνδρες, ἔῤῥιχναν μέ­σα στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας φωτοβο­λί­δες καὶ παρηγοροῦσαν τοὺς ἀνθρώπους λέ­γοντας· Θὰ ἔρ­θῃ μιὰ μέρα, ποὺ ὁ Θεὸς θὰ στείλῃ κάποιον «κηδόμενος ὑμῶν», φροντίζοντας γιὰ σᾶς, ὅπως εἶπε ὁ Σωκράτης.
Καὶ ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἦρθε καὶ ἄρχισε νὰ πρα­γματοποιῆται τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἀνέτειλε ἡ αὐγή. ῞Οπως ἡ ἡμέρα ἔχει αὐγή, προοίμιο, ἔτσι στοὺς οἴκους τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου αὐγὴ ὀνομάζεται ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Αὐτὴ εἶνε ἡ «αὐγὴ (τῆς) μυστικῆς ἡμέρας» (Ἀκάθ. ὕμν. Ι β΄), τὸ ἄστρο ποὺ ἐμήνυε «τὸν μέγαν Ἥλιον» (θ΄ ᾠδὴ κανόνος, 2ο τρ.), τὸν Χριστό.
῾Η Παναγία γεννήθηκε στὴ Ναζα­ρὲτ ἀπὸ πτωχὴ οἰκογένεια. Ἦταν μιὰ κόρη ἄ­σημη καὶ ἄγνωστη. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἄλλες γυναῖκες ἀ­κού­οντο· βασίλισσες, πριγκίπισσες, πλούσι­ες, ἔξοχες σὲ κάλλος, σοφὲς καὶ ἐπιστήμονες. Τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου Μαρίας ἦταν ἄγνωστο. ᾿Αλλ’ ὅπως πολλὲς φορὲς διαμάντια μένουν κρυμμένα μέσα σὲ ἀκαθαρσίες, ἔτσι καὶ μέσα στὴν κοπριὰ τοῦ τότε κόσμου ἦταν κρυμ­μένο αὐτὸ τὸ διαμάντι, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Καμμιά γυναίκα δὲν ἦταν τόσο ταπεινή, ἁγνή, ἀμόλυντος, ὑπάκουος ὅπως ἡ Παναγία μας.
Καθὼς ἐργαζόταν στὸν οἶκο της, δέχθηκε ἐπίσκεψι οὐρανίου ἀρχαγγέλου. «῎Αγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε» (Ἀκάθ. ὕμν. Α οἶκ.). Ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριὴλ τῆς μετέδωσε μήνυμα, τὸ ἀνώτερο ἀπὸ κάθε μήνυμα ποὺ μπορεῖ ν’ ἀ­κουσθῇ ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως. Τὸ μήνυμα αὐτό, ποὺ ὁ κόσμος δὲν αἰσθάνθηκε δυσ­τυχῶς ἀκόμα στὸ βάθος του, εἶνε ὅτι θὰ γεννηθῇ ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τῆς εἶπε.
Ταραγμένη ἡ Παναγία ρώτησε· Μὰ πῶς θὰ γίνῃ αὐτό; «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;». Καὶ ὁ ἀρχάγγελος ἀπήντησε· «Πνεῦ­μα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λουκ. 1,35).
Μὴ ρωτᾷς τὸ «πῶς». Τὸ «πῶς» εἶνε ἄ­γνωστο καὶ σὲ τόσες ἄλλες περιπτώσεις. Ἡ ἐκ παρ­θένου γέννησις τοῦ Σωτῆρος εἶνε ἀσφαλῶς μυστήριο· μήπως ὅμως εἶνε τὸ μόνο; Εἶνε τὸ μέγα μυστήριο μέσα σ’ ἕνα πλῆθος ἄλλων μυ­στηρίων. Θὰ μποροῦσα ν’ ἀπαριθμήσω ἑκατὸ μυστήρια, ποὺ παρατηροῦνται στὸν φυσικὸ κόσμο. Ποιός μπορεῖ νὰ τὰ ἐξηγήσῃ αὐτά;
Ὅποιος λοιπὸν δυσπιστεῖ στὸ θαῦμα τοῦ Εὐ­αγγελισμοῦ, ἂς μᾶς λύσῃ ἕνα ἀπὸ τὰ ἄλλα «ἁπλᾶ» ζητήματα· πῶς λ.χ. λειτουργεῖ ἡ ῥίζα τῶν φυτῶν; Ὅλες οἱ ῥίζες εἶνε μέσα στὸ ἴδιο χῶμα κι ὅλες ῥουφοῦν τὸ ἴδιο νερό. Πῶς ὅ­μως τὸ νερὸ ἐδῶ γίνεται λάδι, ἐκεῖ ἀμύγδαλο, ἐκεῖ κρασί, κ.τ.λ.; Πῶς; Τί μυστήριο κρύβει μιὰ ῥίζα! Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, μιὰ ῥίζα δὲν μποροῦν νὰ φτειάξουν. ῏Ω Θεέ μου, πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι; Αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω, τὸ γράφει ἕνας διάσημος φυσικός.
Λῦστε λοιπόν, κύριοι, αὐτὰ τὰ μυστήρια, ἀπ’ τὰ ὁποῖα εἶνε γεμᾶτο τὸ ὑλικὸ σύμπαν, καὶ μετὰ νὰ ἔχετε τὴν τόλμη νὰ ζητᾶτε λύσι τῶν μυστηρίων τοῦ οὐρανίου κόσμου.
Δυστυχῶς σήμερα δὲν ὑπάρχουν κεραῖες. ῾Ο ἄνθρωπος ἔχει πέντε αἰσθήσεις. Ἀλλ’ ὅ­πως εἶπε ἕνας φιλόσοφος, τὶς αἰσθήσεις αὐ­τὲς τὶς ἔχει καὶ τὸ ζῷο· καὶ ἀκοὴ ἔχει τὸ ζῷο, καὶ ὅρασι, καὶ ἁφή…. Δὲν ὑπερτερεῖ ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτά. Μερικὰ μάλιστα ζῷα ἔχουν αἰ­σθή­σεις τελειότερες ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ποῦ ὑπερέχει ὁ ἄνθρωπος; ῎Εχει μία ἕκτη αἴσθησι – κι ὅταν δὲν τὴν ἔχῃ εἶνε ζῷον, κτῆνος. Ποιά εἶνε ἡ ἕκτη αἴσθησι; Εἶνε ἡ πίστις. Αὐτὴ λοιπὸν εἶνε ἡ κεραία, μὲ τὴν ὁποία συλλαμβάνουμε τὰ νοήματα τοῦ οὐρανίου μεταφυσι­κοῦ κόσμου, ποὺ εἶνε ὑπαρκτὸς περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι εἶνε ὑπαρκτὸς ὁ φυσικὸς κόσμος.
Καὶ ἡ Παναγία κατεπλάγη βεβαίως. ᾿Αλλὰ δείχνοντας πίστι στὰ λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου, ὑπετάγη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔτσι ἀξιώ­θηκε νὰ γεννήσῃ τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου.

* * *

Τὸ ἕνα «Χαῖρε», λοιπόν, ἀκούστηκε τότε στὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας (Λουκ. 1,28). Σήμε­ρα ὅ­μως ἑορτάζουμε κ’ ἕνα ἄλλο «Χαῖρε», ποὺ ἀ­κούστηκε τὸ 1821 σ’ ἕνα τόπο, ποὺ γιὰ μᾶς εἶ­ν­ε ἡ Ναζαρὲτ τῆς ῾Ελλάδος· εἶνε ἡ μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας στὰ Καλάβρυτα.
Τί ἦταν τότε ἡ ῾Ελλάς; Σβησμένη ἀπὸ τὸν κόσμο. ῾Ο ὑπουργὸς τῆς Αὐστρίας ἅπλωνε τὰ χέρια του στὸ χάρτη τῆς Εὐρώπης καὶ ἔλεγε· Ποῦ εἶνε ἡ ῾Ελλάς;… Εἶχε διαγραφῆ· ἦταν μιὰ ἐπαρχία τῆς ἀπεράντου Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Ἕλλην δὲν εἶχε δικαιώματα. Γκια­ούρη τὸν ἔλεγαν περιφρονητικῶς. ᾿Απὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Μωάμεθ ξεῤῥίζωσε ἀπὸ τὸν τροῦλλο τῆς ῾Αγίας Σοφίας τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ ἀνήρτησε τὴν ἡμισέληνο, ἄρχισε ἡ σκοτει­νὴ περίοδος τῆς σκλαβιᾶς. Τετρακόσα χρό­νια, νύχτα ἀπέραντος! Ποιός παρηγοροῦσε τότε τὸ γένος; Ἂν ἐμεῖς τὸ ἀρνηθοῦμε, καὶ οἱ πέτρες θὰ τὸ φωνάξουν· ἡ ᾿Εκκλησία! Μὲ κάθε μέσο καὶ ἰδίως μὲ τὰ σχολεῖα καλλιεργοῦ­σε συνεχῶς τὸν πόθο τῆς λυτρώσεως.
Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, τότε ἐκεῖ στὴν Ἁγία Λαύρα ἐμφανίσθηκε ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ. ῎Αγ­γελος; ῎Ανθρωπος ἦταν, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. ᾿Αλλὰ εἶνε στιγμὲς ποὺ ὁ ἄνθρωπος ὑψώνεται καὶ γίνεται ἄγγελος (ὅπως εἶπε ὁ Μιαού­λης, «Ἀπὸ μένα ἐξαρτᾶται νὰ γίνω ἢ διάβολος ἢ ἄγγελος»). Τὴν ὥρα λοιπὸν ἐκείνη καὶ αὐτὸς ἦταν ἄγγελος. Καθὼς κρατοῦσε τὴν ποι­μαντικὴ ῥάβδο καὶ ἐκφωνοῦσε πύρινο λόγο μὲ δάκρυα στὰ μάτια, δὲν ἦταν πλέον ἄν­θρωπος· ἦταν ἄγγελος, ἄλλος «ἄγγελος πρωτοστάτης», ποὺ εἶπε στὴν πατρίδα· «Χαῖρε, ῾Ελλάς, σὺ εἶσαι εὐλογημένη». Ποιός ἦταν αὐ­τός; Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός. Αὐτὸς ἔῤῥιξε τὸ σύνθημα, «᾿Ελευθερία ἢ θάνατος».
Δύο ἐπετείους λοιπὸν ἑορτάζουμε σήμερα· μία θρησκευτική, τῆς ὁποίας τὸ ἱστορικὸ σᾶς ἐξέθεσα, καὶ μία ἐθνική. Καὶ τὶς δύο ἐμεῖς οἱ ῞Ελληνες τὶς ἑορτάζουμε μαζί. Σὲ ἄλλους λαοὺς ἡ ἐθνικὴ ἱστορία δὲν ἔχει καμμιά δουλειὰ μὲ τὴ θρησκεία. Ἐδῶ πατρίδα καὶ πίστι εἶνε ἑ­νωμένα ὅπως τὸ κρέας μὲ τὸ νύχι ἢ καλύτερα ὅπως τὸ σῶμα μὲ τὴν ψυχή· ἡ ψυχὴ τοῦ ἔ­θνους μας εἶνε ἡ ἁγία μας θρησκεία.
Ὅσοι λοιπὸν ἔχουν αἰσθήματα ἑλληνικὰ καὶ χριστιανικά, ὅσοι πιστεύουν στὴν πατρίδα καὶ στὴν πίστι τῶν πατέρων μας, σήμερα ἑορτά­ζουν, πανηγυρίζουν καὶ δοξάζουν τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὰ δυό. Πρῶτον, διότι ἔστειλε στὸν κό­σμο τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, Σωτῆρα ὁ­λοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ δεύτερον, διότι τέτοια ἁγία ἡμέρα ἄρχισε ὁ ἀγὼν τῆς ἀ­πελευθερώσεως τῆς πατρίδος μας. Ἂς ψά­λου­με λοιπὸν κ’ ἐμεῖς· «Εὐαγγελίζου γῆ χα­ρὰν με­γάλην, αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 25-3-84)